Αλεξανδρος Μπαλτατζης
Το έργο του στην Ξάνθη, έργο που οραματίστηκε, σχεδίασε και πραγματοποίησε παλεύοντας τις δυσκολίες και αντιστεκόμενος στις προκλήσεις της εποχής του, δεν είναι άλλο παρά τρανή απόδειξη της αγωνίας του για τον τόπο που τον μεγάλωσε.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ
Ένας νεαρός άντρας ανέβηκε στο βήμα. Μιλούσε με μια βαριά περίεργη προφορά, αλλά οι ζωηρές κινήσεις του, οι καθαρές θέσεις του, οι γνώσεις και το πάθος με το οποίο υποστήριζε τις απόψεις του εντυπωσίασαν τους αγρότες αντιπρόσωπους του 1ου Πανελλήνιου Καπνοπαραγωγικού Συνεδρίου.
Πολλοί μέσα στην αίθουσα είπαν:«Αυτός ο πρόσφυγας θα πάει μπροστά. Έχει μυαλό και δύναμη μέσα του».
Στη Δράμα το 1924, σ’ αυτό το συνέδριο, το αγροτικό συνεταιριστικό κίνημα θα συναντηθεί με τον μελλοντικό δημιουργικό ηγέτη του, τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή, μόλις 20 χρονών και οι καπνοπαραγωγοί της περιφέρειας Σου Γιαλεσί της Ξάνθης (σήμερα Σταυρούπολη Ξάνθης) του εμπιστεύτηκαν την εκπροσώπηση τους στο συνέδριο.
Την επομένη του συνεδρίου η τοπική εφημερίδα «Θάρρος, έγραψε:
«Ένας δυναμικός νεαρός, ονόματι Αλέξανδρος Μπαλτατζής, προερχόμενος από το Σου Γιαλεσί της Ξάνθης, πολύ σύντομα θα παίξει ηγετικό ρόλο στα κοινά. Μας εντυπωσίασαν ο δυναμισμός και οι γνώσεις του, παρά το νεαρό της ηλικίας του».
Το παρουσιαστικό του δεν έδειχνε αγρότη, αλλά αστό. Και πράγματι δεν ήταν αγρότης, αλλά έμελλε να γίνει και να δουλέψει με πείσμα, για να αλλάξει τη μοίρα των αγροτών, αυτός ο γόνος μεγαλοαστών και επιχειρηματιών του Πόντου και της τσαρικής Ρωσίας, τον οποίο η επανάσταση των μπολσεβίκων ξερίζωσε από το Σοχούμ της Μαύρης θάλασσας και τον έφερε μαζί με άλλους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής το 1923 στο Νεοχώρι της Ξάνθης.
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΑΠΌ ΤΟ ΣΟΧΟΥΜΙ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΘΑΛΑΣΑΣΑΣ
Η οικογένεια Μπαλτατζή έχει σημαντική παρουσία στην ιστορική περιπέτεια του ελληνισμού του Πόντου. Στρατιωτικός στην αυτοκρατορική αυλή, ο μακρινός πρόγονος, για να αποφύγει τη σύλληψη, καταφεύγει στην ορεινή Μεσοχαλδία του Πόντου, μια περιοχή που έμεινε για πολλά χρόνια απάτητη από τον οθωμανικό στρατό.
Στις αρχές του 19ου αιώνα ένας δαιμόνιος απόγονος, ο Ευστάθιος, με το επώνυμο Δεληγιαννίδης, εγκαταστάθηκε στο χωριό Κάτω Ταρσός της περιφέρειας Χαιριάννων.
Γρήγορα ο Ευστάθιος αναδείχτηκε σε αρχιμεταλλουργό και αργότερα, κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο του 1854, τοποθετήθηκε επικεφαλής του τάγματος μπαλτατζήδων, από όπου και το όνομα Μπαλτατζής. Τα τάγματα αυτά ακολουθούσαν τον οθωμανικό στρατό στις εκστρατείες του και έργο τους ήταν να εξασφαλίζουν καυσόξυλα για τις ανάγκες των μαχόμενων, να ανοίγουν δρόμους, να κατασκευάζουν γέφυρες και να μεταφέρουν πολεμοφόδια.
Ο Ευστάθιος επέστρεψε από τον Κριμαϊκό πόλεμο με πολλά χρήματα, αυξάνοντας την περιουσία που απέκτησε ως αρχιμεταλλουργός στα μεταλλεία αργύρου της περιοχής, αλλά και το κύρος του ως κοινωνικού παράγοντα. Ο Πόντιος ιστορικός Γεώργιος Κανδηλάπτης- Κάνις γράφει στο αρχείο του:
«Ο Ευστάθιος Μπαλτατζής, αρχηγός του τάγματος μπαλτατζήδων, καταγόμενος εκ του χωρίου Κάτω Ταρσός, υπήρξεν ανήρ μεγάλης θελήσεως και δραστηριότητος και έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως υπό των ανωτάτων κυβερνητικών υπαλλήλων και ήτο επιστήθιος φίλος του Οσμάν Πασά Χαζναδόρ, νομάρχου Τραπεζούντος.
Το 1862 μετέβη εις Κωνσταντινούπολη ως μέλος επιτροπής δια την διεκπεραίωσιν του φορολογικού ζητήματος της επαρχίας του. Εγγονός τούτου τυγχάνει ο ήδη εν Ελλάδι πολιτευόμενος κ. Αλέξανδρος Μπαλτατζής, αρχηγός του Αγροτικού Κόμματος».
Ο Ευστάθιος έκανε σημαντικές δωρεές στην Ιερά Μονή Θεοτόκου της Αργυρούπολης και διέθεσε χρήματα για την ανέγερση εκκλησιών και σχολείων. Ταξιδεύοντας για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους πληροφορήθηκε ότι στο κατάστρωμα του καραβιού υπήρχαν Χιώτες, τους οποίους Τούρκοι δουλέμποροι μετέφεραν για να τους πουλήσουν στα παζάρια της Μέσης Ανατολής. Συγκέντρωσε αμέσως χρήματα από Έλληνες συνταξιδιώτες του, διέθεσε και ο ίδιος ένα σεβαστό ποσό, παζάρεψε και εξαγόρασε την ελευθερία των Χιωτών, που ανάμεσά τους ήταν και ένα ορφανό παιδί. Το πήρε μαζί του, το φρόντισε, το μεγάλωσε και το πάντρεψε. Άφησε ο Χατζη-Ευστάθιος Μπαλτατζής άξιους απογόνους.
Απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Δημήτριο, τον Χρήστο, τον Αφεντούλη και τον Θεόδωρο, πατέρα του Αλέξανδρου.
Ο Θεόδωρος (γεννήθηκε το 1870), μόλις τελείωσε το Φροντιστήριο της Αργυρούπουλης, παντρεύθηκε την Εύα Δεληγιαννίδου, απόκτησε τρεις γιους — τον Λάζαρο, τον Γιάννη και τον Δημοσθένη — και το 1893, χωρίς την οικογένεια του, μετανάστευσε στη Ρωσία. Εγκαταστάθηκε στο Σοχούμ, όπου ανέπτυξε επιχειρηματική δραστηριότητα, και σύντομα αναδείχτηκε σε έναν πετυχημένο εργολάβο δημοσίων έργων και παράγοντα της εκεί πολυπληθούς ελληνικής κοινότητας. Στο Σοχούμ ζούσαν την περίοδο εκείνη 8.000 Έλληνες και άλλοι 40.000- ήταν εγκατεστημένοι σε σαράντα χωριά της περιοχής.
Το 1902 ο Θεόδωρος Μπαλτατζής θα φέρει την οικογένεια του από τον Πόντο και θα την εγκαταστήσει στην Κουταΐδα. Εκεί θα γεννηθεί το τέταρτο παιδί, ο Αλέξανδρος στις 29 Απριλίου 1904.
Την περίοδο εκείνη, ο Θεόδωρος Μπαλτατζής επεκτείνει την επιχειρηματική του δραστηριότητα και αναλαμβάνει το 1906 την κατασκευή δημοσίων έργων στην Τιφλίδα, στο Αρμαβίρ και στο Τουαψέ. Σε σύντομο χρόνο θα κερδίσει πολλά χρήματα, τα οποία επενδύει αγοράζοντας το πολυτελές ξενοδοχείο «Σαν Ρέμο» στο Σοχούμ, τις αίθουσες του οποίου διαθέτει στην ελληνική κοινότητα για τις εκδηλώσεις της.
Ο Αλέξανδρος μεγαλώνει με όλες τις ανέσεις ενός πλουσιόπαιδου και τα χάδια που έχουν τα στερνοπαίδια. Είναι, άλλωστε, και το μόνο παιδί στο σπίτι, αφού τα μεγαλύτερα αδέρφια του σπουδάζουν στον Πόντο, ο Λάζαρος στο Φροντιστήριο της Αργυρούπολης και ο Δημοσθένης στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας.
Τον Ιούλιο του 1908 με την επικράτηση των Νεότουρκων πολλοί Έλληνες από τον Πόντο της Τουρκίας, φεύγουν για τη Ρωσία. Η ελληνική κοινότητα του Σοχούμ δέχεται μεγάλο κύμα και προχωρεί στην αποπεράτωση του ελληνικού σχολείου, το οποίο θα λειτουργήσει το 1909 με 209 μαθητές.
Σ’ αυτό το σχολείο θα αρχίσει τη φοίτησή του, το 1910, ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής και θα αναδειχτεί σε έναν από τους πρώτους μαθητές. Θα συνεχίσει από το 1913 τις σπουδές του στο ρωσικό γυμνάσιο του Σοχούμ.
Αυτή την περίοδο, ο Θεόδωρος Μπαλτατζής διαπραγματεύεται και αναλαμβάνει το 1914 την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Τουαψέ — Βατούμ. Στο έργο αυτό θα απασχολήσει και πολλούς νέους πρόσφυγες από τον Πόντο.
Ο μικρός Αλέξανδρος ζει από κοντά το δράμα των προσφύγων, στους οποίους προσφέρει χρήματα, τα οποία αποσπά από τη μητέρα του
Ακολουθεί η σφαγή των Αρμενίων στην Τουρκία το 1915 και η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, η οποία θα συνεχιστεί ώς το 1923 και θα έχει 353.000 νεκρούς.
Τα καραβάνια των προσφύγων διατρέχουν την Τουρκία, αλλά και τη Ρωσία, όταν το 1917 με την έκρηξη της επανάστασης των μπολσεβίκων, χιλιάδες Έλληνες από το εσωτερικό της Ρωσίας έρχονται στα λιμάνια του Καυκά¬σου για να φύγουν για την Ελλάδα.
Το 1918 τα ρωσικά στρατεύματα, εγκαταλείπουν τον Πόντο και την Αρμενία. Φεύγουν μαζί και 80.000 – 100.000 Πόντιοι για να αποφύγουν τη σφαγή. Αυτή τη χρονιά η κοινότητα του Σοχούμ υποδέχτηκε και περιέθαλψε 15.000 πρόσφυγες, πρωτοστατούντος και του Θεόδωρου Μπαλτατζή, ο οποίος διατέλεσε πρόεδρος της.
Ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον που ασχολείται με τις επιχειρήσεις, αλλά και με την πολιτική, ιδιαίτερα μάλιστα με το πρόβλημα της απελευθέρωσης του Πόντου.
Από μικρό παιδί παρακολουθεί τα γεγονότα της εποχής, τα οποία δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο. Τα σαλόνια του ξενοδοχείου Σαν Ρέμο», όπου γίνονταν και όλες οι εκδηλώσεις της ελληνικής κοινότητας του Σοχούμ, ήταν ένας ζωντανός χώρος πολιτικών συζητήσεων και ζυμώσεων, τις οποίες παρακολουθούσε ο έφηβος Αλέξανδρος Μπαλτατζής.
Εκεί θα μάθει για τις προσπάθειες που γίνονται για να κερδίσει ο Πόντος την ανεξαρτησία του. Εκεί θα παρακολουθήσει τη διαμάχη των μπολσεβίκων με τους μενσεβίκους, όταν θα γίνει η Οκτωβριανή Επανάσταση, στην οποία μετέχουν και Έλληνες. Και θα δει τους μενσεβίκους να καταλαμβάνουν την εξουσία όταν ήταν μαθητής στο ρωσικό γυμνάσιο του Σοχούμ, από το οποίο θα αποφοιτήσει το 1920.
Ο Θεόδωρος Μπαλτατζής ενημερωνόταν συστηματικά για το ζήτημα του Πόντου. Στα ελάχιστα χαρτιά που πήρε μαζί του, όταν εγκατέλειψε το Σοχούμ, βρέθηκε και μια επιστολή που του έστειλε από την Κωνσταντινούπολη, στις 20 Φεβρουαρίου 1919, ο άλλοτε δήμαρχος Αργυρούπολης, επιχειρηματίας Δημήτριος Γ. Αποστολίδης, μετέπειτα έπαρχος στην Ελλάδα και συγγραφέας της «Συνοπτικής Ιστορίας του Πόντου».
Είναι βέβαιο ότι ο Θεόδωρος Μπαλτατζής ήταν μεταξύ των Ελλήνων του Σοχούμ που είχαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια, όπως και η οικογένεια των καπνεμπόρων Μοσκώφ, η οποία εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ ένα μέλος της, ο Παύλος Μοσκώφ, δραστηριοποιήθηκε στην Ξάνθη, όπου το 1976 ίδρυσε δική του επιχείρηση.
Ο ίδιος, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» (11 Ιανουαρίου 1999) είχε πει: «Έκτισα καπνεργοστάσιο στην Ξάνθη, την ‘πρωτεύουσα των πρωτευουσών’ των ανατολικών καπνών, χωρητικότητας 5 εκατομμυρίων κιλών. Την εποχή εκείνη τα καπνεργοστάσια που υπήρχαν από παλιά ήταν χωρητικότητας από 25 τόνους μέχρι 200 τόνους.
Πολλοί άνεργοι καπνεργάτες και καπνεργάτριες βρήκαν δουλειά, η αγορά της πόλης άρχισε να ξανακινείται. Έκτισα το εργοστάσιο μου στην Ξάνθη, τη δεύτερή μου πατρίδα, που πολύ αγάπησα. Αγάπησα την πόλη και τους κατοίκους της, χριστιανούς και μουσουλμάνους. Θυμάμαι που κάλεσα τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή, τον μεγάλο πολιτικό της Ξάνθης, εμπνευστή του συνεταιριστικού κινήματος της περιοχής, για να τον πείσω για την αναγκαιότητα της δημιουργίας ενός εμπορικού καπνεργοστασίου στην Ξάνθη. Οραματιζόμασταν να ξανακάνουμε την πόλη το πρώτο και μεγαλύτερο καπνικό κέντρο της Ελλάδας και των Βαλκανίων, όπως αυτή ήταν πριν από το 1930».
Ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής θα κάνει το όραμα πράξη, ιδρύοντας στην Ξάνθη τη συνεταιριστική εταιρεία ΣΕΚΑΠ ΑΕ, την πιο σύγχρονη καπνοβιομηχανία της Ευρώπης.
Με την ανακήρυξη, στις 25 Φεβρουαρίου του 1921, της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γεωργίας και την κρατικοποίηση των ιδιοκτησιών ο Θεόδωρος Μπαλτατζής χάνει όλη την ακίνητη και κινητή του περιουσία.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Εκτιμώντας την κατάσταση, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Γεωργία και να φύγει με την οικογένεια του για την Ελλάδα. Από το Σοχούμ, με πλοίο, η οικογένεια Μπαλτατζή, έχοντας ελάχιστα χρήματα και λίγες αποσκευές, διασχίζει τον Εύξεινο Πόντο και αποβιβάζεται στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί θα εγκατασταθεί προσωρινά στη Μακρά Γέφυρα της Ανατολικής Θράκης. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, η οικογένεια Μπαλτατζή μετακινείται στην Αλεξανδρούπολη.
Η οικογένεια του άλλοτε μεγαλοεπιχειρηματία του Σοχούμ Θεόδωρου Μπαλτατζή θα ακολουθήσει τη μοίρα των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, που έρχονται στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης.
Της δίνονται χωράφια στο Νεοχώρι της περιοχής Σου Γιαλεσί της Ξάνθης — παγκόσμια γνωστή για τα καπνά της —, όπου εγκαθίσταται και επιδίδεται στην καπνοκαλλιέργεια. Όπως όλοι οι πρόσφυγες, έτσι και οι Μπαλτατζήδες θα δουλέψουν με πάθος και πείσμα για να αλλάξουν τη μοίρα τους, αλλά και για να φέρουν έναν άλλον αέρα προόδου και πολιτισμού στις καθυστερημένες περιοχές, όπου είχαν εγκατασταθεί.
Ο νεαρός Αλέξανδρος δουλεύει στα καπνοχώραφα, αλλά δραστηριοποιείται και στα κοινά, βοηθώντας εθελοντικά τις υπηρεσίες εποικισμού στην εφαρμογή του προγράμματος αποκατάστασης των προσφύγων.
Παρακινούμενος και από τον πατέρα του, ο Αλέξανδρος εγγράφεται το 1924 στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πηγαίνει στην πρωτεύουσα, όπου τρέχουν οι ιστορικές πολιτικές εξελίξεις που έφερε η Μικρασιατική Καταστροφή.
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Με ζωηρό ενδιαφέρον παρακολουθεί τα πολιτικά γεγονότα στην πρωτεύουσα ο φοιτητής Αλέξανδρος Μπαλτατζής και γοητεύεται από την προσωπικότητα του Αλέξ. Παπαναστασίου, του οποίου θα γίνει ένθερμος οπαδός. Παρακολουθεί την πολιτική και τα μαθήματα στη Νομική Σχολή, αλλά η σκέψη του είναι στην οικογένεια του στο Νεοχώρι, η οποία δεν είναι μαθημένη στη σκληρή δουλειά της καλλιέργειας του καπνού. Διακόπτει τις σπουδές του και επιστρέφει στο χωριό για να βοηθήσει τους γονείς του, αλλά και για να ασχοληθεί ενεργά με τα προβλήματα των προσφύγων και ιδιαίτερα των καπνοκαλλιεργητών.
Είναι δραστήριος, αεικίνητος, αποφασιστικός και γρήγορα θα φανούν οι ηγετικές του ικανότητες, όταν οι παραγωγοί της περιοχής Σου Γιαλεσί τον εξουσιοδοτούν να τους εκπροσωπήσει στο Πανελλήνιο Καπνοπαραγωγικό Συνέδριο της Δράμας. Έχοντας την αναγνώριση των 16.000 προσφύγων, που έχουν εγκατασταθεί στα χωριά της περιοχής Σου Γιαλεσί, ο Θεόδωρος Μπαλτατζής τοποθετείται το 1924 δήμαρχος Σταυρούπολης, στην οποία ανήκε όλη η περιοχή. Την κρίσιμη εκείνη περίοδο της πρώτης εγκατάστασης των προσφύγων θα προσφέρει, με την πείρα και τις ικανότητές του, μεγάλες υπηρεσίες, βοηθούμενος και από τον γιο του Αλέξανδρο, ο οποίος έχει ακόμα πιο ενεργό συμμετοχή στο συνδικαλιστικό κίνημα των καπνοπαραγωγών, μετέχοντας και στο 2ο Καπνικό Συνέδριο, που συνήλθε το 1925 στις Σέρρες.
Ο Θεόδωρος και ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής αναδείχτηκαν σύντομα σε κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες της περιοχής, με μεγάλη επιρροή στους πρόσφυγες. Στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 υποστηρίζουν τη Δημοκρατική Ένωση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και βοηθούν τον τοπικό υποψήφιο και κορυφαίο παράγοντα του κόμματος Αναστάσιο Μπακάλμπαση, ο οποίος εκλέγεται.
Στην οικουμενική κυβέρνηση που σχημάτισε στις 4 Δεκεμβρίου 1926 ο Αλέξανδρος Ζαΐμης υπουργός Γεωργίας ανέλαβε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, με υφυπουργό τον Αναστάσιο Μπακάλμπαση, ο οποίος, εκτιμώντας τις ικανότητες τον Αλέξανδρου Μπαλτατζή, τον κάλεσε στην Αθήνα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο ιδιαίτερο γραφείο των υπουργών, όπου αποσπάστηκε από την Εθνική Τράπεζα, στην οποία είχε διοριστεί.
Κατά τη θητεία του στο υπουργείο Γεωργίας, κοντά στον χαρισματικό ηγέτη Αλέξανδρο Παπαναστασίου, βαθύ γνώστη των κοινωνικών προβλημάτων, ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής αποκτά το φορτίο γνώσεων για να ανοίξει νέους δρόμους στο αγροτικό συνεταιριστικό κίνημα, με στόχο την αξιοποίη¬ση και τη δικαίωση του μόχθου των παραγωγών, οι οποίοι ήταν θύματα άγριας και πολλαπλής εκμετάλλευσης.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΟΥ ΑΓΑΠΗ , ΟΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ
Έχοντας λοιπόν διαμορφώσει συγκεκριμένο όραμα, ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής παραιτείται το 1928 από την Εθνική Τράπεζα, εγκαταλείπει την πρωτεύουσα και επιστρέφει στο Νεοχώρι, όπου αναλαμβάνει την πρωτοβουλία και ιδρύει τον Γεωργικό Συνεταιρισμό «Η Αναγέννηση». Με δική του ενθάρρυνση ιδρύονται στην περιοχή και άλλοι έντεκα συνεταιρισμοί.
Για αυτή την καθοριστική του απόφαση ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής, μιλώντας σε εκδήλωση για τα πενήντα χρόνια λειτουργίας της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Ξάνθης στις 10 Ιουλίου 1982, θα πει: «Το 1928 ήρθα στο Νεοχώρι και ίδρυσα τον Συνεταιρισμό «Η Αναγέννηση». Από το 1927 ήμουν στην Αθήνα ιδιαίτερος γραμματέας του τότε υπουργού Γεωργίας στην Οικουμενική Κυβέρνηση, Αλέξανδρου Παπαναστασίου, και του υφυπουργού Αναστάσιου Μπακάλμπαση, διορισμένος στην Εθνική Τράπεζα με απόσπαση στο υπουργείο Γεωργίας. Αλλά είχα μπροστά μου διαρκώς τον κόσμο αυτόν εδώ στην ακριτική Ελλάδα, από τον οποίο προερχόμουν. Τους υπηρετούσα και κάτω στην Αθήνα, αλλά ήθελα να έλθω επί τόπου, να αγωνιστώ κοντά τους για την αγροτική αποκατάσταση, για την οικονομική ανάπτυξή τους. Δεν ξέρω, είχα μέσα μου μια φλόγα, κάποιο πάθος, το οποίο και τώρα δεν με εγκαταλείπει, δεν με αφήνει να ησυχάσω».
Ο Συνεταιρισμός Νεοχωρίου αναπτύσσεται γρήγορα και ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής ζητά την εγγραφή του στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Ξάνθης. Το αίτημα απορρίπτεται από το ΔΣ της Ένωσης.
Η μάχη για την εγγραφή θα δοθεί στη Γενική Συνέλευση της Ένωσης. Ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής θα την κερδίσει, εντυπωσιάζοντας τα μέλη της συνέλευσης, που πολύ σύντομα, το 1930, τον εκλέγουν πρόεδρο.
Είναι μόλις 26 χρονών, αλλά πανέτοιμος να σηκώσει το βαρύ φορτίο. Ο ίδιος θα πει πολλά χρόνια αργότερα:
«Στις πρώτες εκλογές, που έγιναν το 1930, εξελέγην πρόεδρος της Ενώσεως. Βρήκαμε μια Ένωση χρεοκοπημένη, που εστεγάζετο στο χάνι του Ταραβάνη, ο οποίος μας απειλούσε με έξωση, γιατί καθυστερούσαμε τα μισθώματα.
Η Ένωση Ξάνθης με τη νέα ηγεσία της εξελίχθηκε σε πρώτη Ένωση. Φύγαμε από το αχούρι, πήραμε καλά γραφεία και εν συνεχεία αποκτήσαμε ιδιόκτητη στέγη
αγοράζοντας το κτίριο στο οποίο σήμερα σιεγαζόμαστε, που ήταν το σπίτι του γνωστού καπνοβιομηχάνου Αρδίτη. Αργότερα κατεδαφίστηκε και έγινε στον χώρο του το σημερινό μέγαρο, από τα ωραιότερα της Ξάνθης».
Η Ένωση της Ξάνθης, με επικεφαλής το δημιουργικό δίδυμο Μπαλτατζή — Ιλαντζή, θα αναδειχτεί σύντομα στην πιο δυναμική συνεταιριστική οργάνωση της χώρας, από την οποία θα ξεκινήσουν πολλές προσπάθειες και θα καρποφορήσουν, με αποτέλεσμα να γίνει ο νομός Ξάνθης η μεγάλη κυψέλη του αγροτικού συνεταιριστικού κινήματος της χώρας.
Η πρώτη προσπάθεια για την ανάπτυξη σε συστηματική βάση των πιστωτικών και προμηθευτικών εργασιών της Ένωσης γίνεται με την ίδρυση της Γεωργικής Συνεταιριστικής Τράπεζας Ξάνθης.
Παράλληλα ιδρύονται και συνεταιριστικά πρατήρια στα χωριά, τα οποία διαθέτουν στους αγρότες όλα τα είδη βιοτικής ανάγκης, γεωργικό εξοπλισμό και φυτοφάρμακα σε πολύ χαμηλές τιμές.
Ως πρόεδρος της Ένωσης Ξάνθης ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής εκλέγεται διοικητικός σύμβουλος στο Γραφείο Προστασίας Καπνού, που είχε έδρα στην Καβάλα, και σύντομα γίνεται προϊστάμενος των έξι συμβούλων — εκπροσώπων των καπνοπαραγωγών της Μακεδονίας και της Θράκης. Την ίδια περίοδο μετέχει στο 5ο Καπνικό Συνέδριο, το οποίο συνήλθε στην Καβάλα.
Το 1930 είναι μια δύσκολη χρονιά και για τον καπνό, λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης που ξεσπάει το 1929 με την κατάρρευση της αμερικανικής χρηματαγοράς. Η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου συγκροτεί μια Κεντρική Επιτροπή Αγοράς και Διαχειρίσεως Καπνών, ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση του προϊόντος, το οποίο έμενε αδιάθετο λόγω της δραματικής πτώσης των εξαγωγών.
Οι καπνοπαραγωγικές οργανώσεις εκλέγουν τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή εκπρόσωπο τους στην επιτροπή, πρόεδρος της οποίας τοποθετήθηκε ο Αλέξανδρος Κοριζής, τότε υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας.
Η συμμετοχή του στην επιτροπή τού παρέχει τη δυνατότητα να μελετήσει το πρόβλημα του καπνού και να αναζητήσει λύσεις, τις οποίες προτείνει στο 6ο Καπνοπαραγωγικό Συνέδριο, που συνήλθε στις 15 Φεβρουαρίου 1931, και με ψήφισμα του ζήτησε να ληφθούν ουσιαστικά μέτρα για τα καπνά και να ιδρυθεί Αυτόνομος Καπνικός Οργανισμός. Το συνέδριο τον επανεξέλεξε μέλος της εκτελεστικής του επιτροπής.
Με τόσο φόρτο συνεταιριστικής δουλειάς βρίσκει χρόνο για να είναι και δραστήριο μέλος του κόμματος της Δημοκρατικής Ένωσης του Αλ. Παπαναστασίου.
Τον επόμενο χρόνο (1932) εκλέγεται παμψηφεί πρόεδρος του νεοσύστατου Γεωργικού Επιμελητηρίου Ροδόπης, το οποίο έχει έδρα την Κομοτηνή.
Πιστεύοντας ότι το αγροτικό κίνημα, για να πετύχει τους σκοπούς του και να προωθήσει τα συμφέροντα των παραγωγών, θα πρέπει να έχει και πολιτική έκφραση, ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής κατέρχεται στις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου 1932 υποψήφιος βουλευτής στον συνδυασμό του Αγροτικού και Εργατικού Κόμματος του Αλέξανδρου Παπαναστασίου στην εκλογική περιφέρεια Ξάνθης – Ροδόπης.
Το έργο του Παπαναστασίου ενέπνευσε τον νεαρό τότε Αλέξανδρο Μπαλτατζή, ο οποίος στις εκλογές ήρθε πρώτος στον συνδυασμό του κόμματος, αλλά έχασε τη βουλευτική έδρα για σαράντα ψήφους.
Το 1934 αγωνίζεται στο πλευρό του κορυφαίου συνεταιριστή Θεόδ. Τζωτρτζάκη για την ίδρυση της Πανελλήνιου Συνομοσπονδίας Συνεταιρισμών και στις 12 Φεβρουαρίου του 1935 εγκρίνεται το Καταστατικό της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών (ΠΑΣΕΓΕΣ) και στην πρώτη Γ. Συνέλευση της στις 5 Μαρτίου εκλέγεται ο πρώτος Πρόεδρος της.
Το 1939 παίρνει τα πτυχίο της Νομικής.
Το 1940 παθαίνει η μητέρα του Εύα και το 1942 ο πατέρας του Θεόδωρος.
Το 1944 μετέχει στην σύσταση του Αγροτικού Κόμματος .
Το 1945 αναλαμβάνει Πρόεδρος της ΚΥΔΕΠ, η οποία από κρατική μετατρέπεται σε συνεταιριστική.
Στις 27 Ιανουαρίου του 1946 συγκαλείται η πρώτη μεταπολεμική Γ. Συνέλευση της ΠΑΣΕΓΕΣ και στην ομιλία του ο Αλ. Μπαλτατζής τόνισε: « Οφείλουν να γνωρίζουν πάντες ότι αν δεν ανοικοδομήσωμεν την ύπαιθρο, η Ελλάς δεν θα δυνηθεί να επιζήσει και να συνεχίσει τον γενικότερον ρόλος της εις την γωνιάς αυτήν της Βαλκανικής. Η αγροτική τάξις θα αναλάβει τον αγώνα σωτηρίας όχι μόνον του αγροτικού πληθυσμού αλλά της Ελλάδος ολοκλήρου. Εις τα χέρια της ευρίσκεται το μέλλον της Ελλάδος».
Το 1947, 22-23 Φεβρουαρίου, σε σύσκεψη των ενώσεων γεωργικών συνεταιρισμών Βορείου Ελλάδος εισηγείται την ίδρυση της ΣΕΚΕ (Συνεταιριστική Ένωση Καπνοπαραγών Ελλάδος).
Στις 9 Ιουλίου του 1949 το Δ.Σ. της ΣΕΚΕ, με πρόεδρο τον Αλ. Μπαλτατζή, αποφασίζει την χορήγηση υποτροφιών σε φοιτητές παιδιά αγροτών. Με την βοήθεια της ΣΕΚΕ εκατοντάδες αγροτόπαιδα σπούδασαν στις ανώτατες σχολές.
Στις 25 Αυγούστου ιδρύεται η «Ελαιουργική» , στις 29 Σεπτεμβρίου η ΚΕΟΣΟΕ (Ένωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών), στις 1 Δεκεμβρίου η ΣΠΕ (Συνεταιριστική Προμηθευτική Ένωση) και η ΜΕΛΛΙΣΟΚΟΜΙΚΗ.
Τον Ιανουάριο του 1950 προτείνει και αποφασίζεται η ίδρυση κόμματος με τον τίτλο «Κόμμα Αγροτών και Εργαζομένων» και στις 5 Μαρτίου εκλέγεται βουλευτής Ξάνθης μαζί με δύο άλλους στην Ροδόπη και στην Καβάλα. Σε αγόρευση του στην Βουλή, για το σχέδιο Μάρσαλ, θα πει: «Το σχέδιο Μάρσαλ κατάντησε να περιοριστεί εις τα μεγάλα αστικά κέντρα και κυρίως εις την πρωτεύουσα, η δε ύπαιθρος αγνοεί ακόμη και την ύπαρξιν του. Στοιχείωδη παραγωγικά έργα παραμένουν ανεκτέλεστα. Οι αγρόται ακούουν μόνον για τα διατιθέντα κεφάλαια του σχεδίου».
Στις 4 Δεκεμβρίου 1955 μετέχει σε σύσκεψη με τους Γ. Παπανδρέου, Σοφ. Βενιζέλο, Σάββα Παπαπολίτη και Αλ. Σβώλο για την συνένωση των κομμάτων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Στις εκλογές του 1956, 16 Φεβρουαρίου, συμπράττει με την Δημοκρατική Ένωση και εκλέγεται μαζί με άλλους επτά βουλευτής του κόμματος του.
Ιδρύονται οι Αγροτικές Συνεταιριστικές εκδόσεις (ΑΣΕ).
Το 1960 ο Μπαλτατζής πρωτοστατεί για την συσπείρωση των κεντρώων δυνάμεων και ιδρύεται , με τον Γ. Πάπανδρεου, Γ. Μαύρο, Ηλ. Τσιριμώκο και Κων. Μητσοτάκη, η Αγροτική Φιλελευθέρα Ένωση και στις 13 Φεβρουαρίου του 1961 καταθέτει δήλωση προσχώρησης στο υπό τον Γ. Παπανδρέου κόμμα Δημοκρατικόν Κέντρον – Αγροτική Φιλελευθέρα Ένωσις. Στις εκλογές της 29 Οκτωβρίου 1961 εκλέγεται βουλευτής με τον συνασπισμό Ένωση Κέντρου – Κόμμα Προοδευτικών.
Το 1962 ιδρύεται η Κτηνοτροφική και τον ίδιο χρόνο ιδρύεται ο πρώτος ανοικτός καταναλωτικός συνεταιρισμός με την επωνυμία «Καταναλωτής –Κonsum” με 20 σούπερ μάρκετ στην Θεσσαλονίκη και άλλα 14 σε διάφορες πόλεις της βόρειας Ελλάδας. Ακολουθούν και άλλα σε άλλες πόλεις της Ελλάδος.
Το 1963 ιδρύονται με την συμβολή του η ΕΛΒΙΖ και η ΡΟΔΟΠΗ.
Στις εκλογές της 3 Νοεμβρίου εκλέγεται βουλευτής και στις 8 Νοεμβρίου 1963 ορκίζεται υπουργός Γεωργίας.
Τον Φεβρουάριο του 1964 επανεκλέγεται βουλευτής Ξάνθης με την Ένωση Κέντρου. Αναλαμβάνει και πάλι το Υπουργείο Γεωργίας. και τον Ιούνιο του 1965 εκλέγεται Α’ αντιπρόεδρος του ΟΟΣΑ.
Τον Μαίο του 1966 διαψεύδει κατηγορηματικά δημοσιεύματα ότι διαπραγματεύεται την συμμετοχή του στην κυβέρνηση αποστασίας: « Εμένα , γράφει, σε όσους τον πλησιάζουν αυτές τις μέρες, το πολιτικό και ιδεολογικό μου σπίτι είναι η Ένωση Κέντρου. Δεν υπάρχει λόγος να αναστήσω το κόμμα μου. Αν κάνω κάτι τέτοιο, θα στραφεί εναντίον του εαυτού μου, εναντίον των αγροτών, εναντίον του λαού».
Αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας του 1967 κινείται στον χώρο της Ένωσης Κέντρου και πρωτοστατεί σε εκδηλώσεις καταδίκης του καθεστώτος.
Τον Οκτώβριο του 1973 ως πρόεδρος της επιτροπής οργάνωσης και προγράμματος της Ένωσης Κέντρου καλεί τους βουλευτές στο μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου, το οποίο εξελίχθηκε σε διαδήλωση και στην συνέχεια οδήγησε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Στις 21 Μαρτίου του 1974 το BBC και η «Ντόυτσε Βέλε» μεταδίδουν δηλώσεις του με τις οποίες επικρίνει το διδακτορικό καθεστώς για τις συλλήψεις και τις εκτοπίσεις πολιτικών.
Στις πρώτες εκλογές μετά την πτώση της δικτατορίας εκλέγεται βουλευτής, 17 Νοεμβρίου 1974, και προτείνεται για πρόεδρος της βουλής από την ΄Ενωση Κέντρου λαμβάνοντας 60 ψήφους.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΞΑΝΘΗ
Το 1975 ιδρύεται η ΣΕΒΑΘ και αμέσως μετά η ΣΕΚΑΠ. Στις εκλογές του 1977 δεν εκλέγεται βουλευτής οπότε στρέφει όλο το ενδιαφέρον του στις συνεταιριστικές οργανώσεις ιδρύοντας, το 1977 την ΕΛΣΥ Διανομές και την ΔΗΜΗΤΡΑ Θράκης.
Το 1978 ιδρύεται Η ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕΕΕΓΑ, σήμερα Συνεταιριστική Ασφαλιστική, ο ΝΕΣΤΟΣ με σκοπό την παραγωγή χημικών εφοδίων στην Σταυρούπολη Ξάνθης και η Θράκη με αντικείμενο την ξυλεία της παραπάνω περιοχής. Στις 2 Νοεμβρίου 1983 ιδρύεται η Συνεταιριστική κυτιοποιία στην Δράμα.
Στις 29 Δεκεμβρίου 1983 το Δημοτικό Συμβούλιο Ξάνθης, σε ειδική τελετή, τον ανακηρύσσει επίτιμο δημότη του Δήμου Ξάνθης και στις 13 Ιανουαρίου 1985 σε πανηγυρική εκδήλωση ο Σύλλογος Ξανθιωτών Αθήνας τίμησε τον Αλ. Μπαλτατζή για την πολύπλευρη προσφορά του.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Στις 29 Ιουλίου του 1987 πεθαίνει σε νοσοκομείο της Αθήνας ύστερα από πολύμηνη ασθένεια και η σορός του μεταφέρεται στην Ξάνθης όπου και ενταφιάζεται.
Η Ξάνθη, η Θράκη, η Ελλάδα χάνει έναν ξεχωριστό άνθρωπο, έναν καινοτόμο οραματιστή, έναν δημιουργικό πρωτοπόρο, μιά χαρισματική προσωπικότητα.
Comments are closed here.